Η ΛΕΣΒΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΑΣ



«Τόσο μου ομόρφηνες τη δυστυχία – που ξέρω:
Μόνο σε Σένα θα το πω θαλασσινή Σελήνη μου.
………., …
Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς
Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου».
                         Οδυσσέας Ελύτης, Της Σελήνης της Μυτιλήνης, Παλαιά και Νέα Ωδή[1]

       Παρότι ορκισμένος λάτρης του Αιγαίου και ως εκ τούτου φανατικός ταξιδευτής – περιηγητής των παραμυθένιων νησιών του, κυρίως των Κυκλάδων, κάθε φορά που επισκέπτομαι  τούτο το νησί του Βόρειου Αιγαίου το συναίσθημα με λεηλατεί, αφού δεν αρνιέμαι το αίμα μου, τον πατέρα μου, που υπήρξε γέννημα – θρέμμα Μυτιληνιός!  Άρα, θα είμαι υποκειμενικός αν και πιστεύω πως η Λέσβος  μόνο φανατικούς θαυμαστές γνωρίζει, αφού πλούσιες είναι οι δωρεές  που η φύση την επροίκισε και η  ιστορία της προσέφερε. Σ’ αυτό το νησί η φύση συνάντησε την ιστορία και  σμίλεψαν Πολιτισμό!
       Πολιτισμό, που κρατά ζωντανά 3.000 χρόνια ιστορίας και ταυτίζεται με τη γνήσια ψυχή του Ελληνισμού, στη λεπτότερη έντεχνη έκφρασή της.  Δεν ξέρω  πόσο νιώθουν το πολύτιμο βάρος του οι σημερινοί κάτοικοι της Λέσβου, αλγεμένοι απ’ τα άγχη της καθημερινότητας που τα  επιπολάζει  η αδιαφορία της επίσημης Πολιτείας. Βγαίνοντας  στους δρόμους του νησιού που οδηγούν στα  κεφαλοχώρια του, στη Μήθυμνα (Μόλυβος), στην Αγιάσο, στα χωριά της Γέρας, στον Παπάδο, στο Πλωμάρι, στα Μυστεγνά, στα Πάμφιλα, το βλέμμα αναπαύεται, ατενίζοντας βαθύ πράσινο που στο πέρας του αγκαλιάζει μπλάβο πέλαγο! Αναρίθμητα χρώματα κι ένα σμήνος αρωμάτων μαϊστραλίζουν τον αέρα,  μυροβολώντας μέντα, λεβάντα, λιόδεντρα, πορτοκαλεώνες, θυμάρι και τις αμπελοβραγιές  της Λεσβιακής Γης. Το καταπληκτικό, μ’ άρωμα πελαγίσιο, γλυκάνισο, που ανθοφορεί στο Λισβόρι και δίδει μοναδική γεύση στο Μυτιληναίικο ούζο, ισότιμα το απολαμβάνουν οι ψαράδες, οι μεροκαματιάρηδες και οι παραθεριστές στα γραφικά ταβερνάκια, παρέα με το λιαστό χταπόδι και την παπαλίνα σαρδέλα, που άφθονη αλιεύεται απ’ τον κόλπο της Καλλονής. Κι αν ο ταξιδιώτης της Λέσβου τύχει να’ χει τα μάτια του ανοικτά στην αδιάκοπη ροή της ιστορίας θα δει και σήμερα τις καλοκαιριάτικες νύχτες, που τις συντροφεύει ένα καλλιφώτιστο ασημομέλανο φεγγάρι, τη σκιά της Σαπφώς να ξεπροβοδίζει στη Λυδία την Αριγνώτα, τη νεαρή της μαθήτρια, ψιθυρίζοντας γλυκούς λυρικούς στίχους και, νοερά, θα φανταστεί την Λέσβο του 7ου π.Χ. αιώνα, σταυροδρόμι πολιτισμών, γιομάτη από χλιδή και πλούτο, όταν το εμπόριο άνθιζε στο νησί και οι συνήθειες της τρυφηλότητας των Λυδών και των Φρυγών είχαν υιοθετηθεί απ’ τους κατοίκους της, χωρίς ν’ απωλέσουν την ιδιότυπη αιολική ελληνικότητά τους.
       Νησί ποιητών, φιλοσόφων, λογοτεχνών, καλλιτεχνών, στην τρισχιλιόχρονη ιστορία της, η Λέσβος έχει αφομοιώσει πολλά ανατολικά στοιχεία, αφού πρώτα τα πέρασε απ’ την ψιλή κρησάρα της αιολικής μήτρας κοπής της. Τα γιομάτα αντιθέσεις χρωμάτων σπίτια του νησιού, όπου το εκρού και το καφέ συναγωνίζονται το πράσινο και το μαβί, το λευκό δένει γλυκά με το λουλακί και το κίτρινο με το κόκκινο, απεικάζουν, στα παραδοσιακά κεφαλοχώρια του νησιού, μια σπινθηροβόλα ζεστασιά ζωηρών συναισθημάτων, ένα κοντράστ γόνιμα συναρμοσμένων αντιθέσεων της βαθιάς λαϊκής καλλιτεχνικής ψυχής, που διαλύει τη σύγχρονη, γεμάτη σκούρο γκρι, καθημερινότητά μας και κουρτελεί την ψυχή μας με ήχους νοσταλγικής μελωδίας! Ο Μόλυβος, το Πλωμάρι, η Αγιάσος μάς υποδέχονται με χρώμα, ανάερη κίνηση, παράδοση οπλισμένη με γερή ξυλοδεσία. έτσι ανοίγονται άφοβα στο σήμερα και χωρίς αγωνία προσμένουν το αύριο, που σε όλους εμάς, τους κατοίκους των μεγαλουπόλεων, φαντάζει άχρωμο και απειλητικό…
       Κατεβαίνοντας από το Μόλυβο προς τη Σκάλα της Συκαμνιάς, θ’ αντικρίσεις το απέριττο εκκλησάκι της Παναγιάς της Γοργόνας, που ειρηνεύει τα κύματα του ανοιχτού Βόρειου Πελάγου και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης του ομώνυμου μυθιστορήματος του Στρατή Μυριβήλη.
       Όλη αυτή η θαυμαστή ανθοφορία, γιαλών, χρωμάτων, αίθριας γης, χαρίτωσε με έμπνευση το πιο ταπεινό, κάποτε, τέκνο της, τον Θεόφιλο, ώστε να ζωγραφίσει πίνακες παρθένας λαϊκής τέχνης, με βαθιά συναισθήματα ελληνοκεντρισμού, αποδεικνύοντας πως, πέρα από σχολές και τεχνοτροπίες, ο ζωγράφος, που έχει την παλέτα της ψυχής ανοιχτή στην παράδοση, διδάσκεται τη γνήσια τέχνη από την μάνα Γη…
       Ταξιδεύοντας στην Ερεσό βρίσκεσαι σε μία απ’ τις ομορφότερες παραλίες της Μεσογείου. Εκεί, ψηλόλιγνα καφτερά κορμιά, κορίτσια μελαψά, κανιστροφόρα και ερωτοφωτόσχιστοι νεαροί Κουρήτες σφραγίζουν το αιώνιο ελληνικό, μεθυστικά Διονυσιακό, καλοκαίρι!
        Λίγο πιο πέρα στο Σίγρι, η Νεκρή Φύση με το απολιθωμένο δάσος δίδει την εκδοχή της στη γένεση ενός όμορφου αιγαιακού κόσμου που αναδύθηκε, πριν εκατομμύρια χρόνια, μέσα από Τιτανομαχίες αιώνων σεισμογενούς κυοφορίας…
       Η Λέσβος είναι ένα νησί, όπου αντιπαραβάλλονται όλες οι εκδοχές πολιτισμού. Κλασικός, Ελληνιστικός, Ρωμαϊκός, μεσαιωνικός, Τουρκοκρατία.
       Ζυμωμένοι, στ’ αλλεπάλληλα στρώματά τους, εκολπώθηκαν τη νησιώτικη φύση  και ζωήρεψαν τη φινετσάτη ψυχή των Λεσβίων, διαιωνίζοντας την ελληνική χάρη, γεγονός που κατοπτρίζεται διάτορα στα παλιά νεοκλασικά κτήρια της Μυτιλήνης, τα περισσότερα από τα οποία υψώνονται στην περιοχή της Σουράδας και της Επάνω Σκάλας. Τεχνοτροπίες ξένες έδεσαν με το εντόπιο στοιχείο και το ανέδειξαν, όπως ο τρούλος του Αγίου Θεράποντα, καθιστώντας τη Μυτιλήνη πολιτιστικά δίπυλη. Η μία της πύλη ανοίγεται στη μαγεία της Ανατολής και η άλλη στα δεσπόζοντα αρχιτεκτονικά ρεύματα της Δύσης.
       Γράφοντας για το νησί της Σαπφώς και της Σελήνης προσπάθησα να δείξω πρώτα την αμφίδρομη σχέση φύσης - ιστορίας και ύστερα την πολυεπίπεδη συνύπαρξη διαδοχικά επάλληλων και διαφορετικών πολιτισμών που, τελικά, αφομοιώθηκαν στο νησιώτικο ελληνικό πλέγμα του Αρχιπελάγους.
       Όταν ο ταξιδιώτης βρεθεί στο Καγιάνι κι ατενίσει μπρος του, χαριτωμένα απλωμένη, την πόλη της Μυτιλήνης, τότε αισθάνεται πόσο ενοποιητικά λειτούργησαν τα προαναφερθέντα στοιχεία και πόση αλήθεια εκφράζει ο λόγος του ποιητή:
«… ένα τοπίο δεν είναι, όπως το αναλαμβάνονται μερικοί, κάποιο απλώς σύνολο γής, φυτών και υδάτων. Είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη.»[2]
       Θα μπορούσα να γράψω πολλά για τη γενέθλια τούτη γή του πατέρα μου, ιχνοστοιχεία της οποίας ρέουν στο λέσβιο αίμα μου. Μ’ αυτά δεν θέλω να εξωραΐσω ή, πολύ περισσότερο, ν’ απεμπολήσω τα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Μυτιλήνη, σε πολλούς τομείς μάλιστα, και, ενδεχομένως, καθιστούν προβληματική τη ζωή των κατοίκων της. Αυτά θ’ αποτελέσουν θέμα επόμενου άρθρου μου.
       Σε τούτο το κείμενο ήθελα να τονίσω την άδολη ομορφιά που αποπνέουν το τοπίο και οι ανοιχτόκαρδοι κάτοικοι της Λέσβου! Φορείς μιας αέναης και αμόλευτης παρθενικότητας, θαλασσοθρεμένοι με την Αιγαιοπελαγίτικη αρμύρα!



[1] ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ.
[2] Οδυσσέας Ελύτης, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», εκδόσεις Ίκαρος, σελ. 9 κ. εξής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.