«Όμορφη
και παράξενη πατρίδα,
ω σάν
αυτή που μού’ λαχε δεν είδα…»
Οδυσσέας
Ελύτης, «Ο ήλιος ο ηλιάτορας»
Παιδάκι σαν ήμουν αντί να παίζω,
όπως οι συνομήλικοί μου, διάβαζα τους μύθους της αρχαίας Ελλάδας. Και καθώς
αυτή η ενασχόληση ξετυλίγονταν πάντα το καλοκαίρι, που την Ελλάδα κυκλώνει ένας
ανελέητος ήλιος, πηγή ελπίδας και αρίφνητης χαράς, οι μύθοι των αρχαίων
μπόλιαζαν στην ψυχή μου τα πρώτα σπέρματα της τόσο συγγενικής με το πελαγίσιο
αίμα μου ελληνοκεντρικότητας, μα και τον αληθινό έρωτα για τα κυματοπερίβρεχτα
νησιά μας. Ο Φαέθων, με το τέθριππο άρμα του, άλλοτε με σεργιάνιζε στο Ιδαίο
Άντρο, στην Κρήτιδα γενέθλια γη του πανάρχαιου Δία του Λαβρανδέα, άλλοτε με
άφηνε σε κάποιο ερημικό ακρογιάλι της Δήλου, όπου με συντρόφευε ο λυράρης
Απόλλωνας, κι άλλοτε με ακουμπούσε στο ακρωτήρι του Σουνίου, όπου θαύμαζα την
απεραντοσύνη του
Αιγαίου!
Πάνω στο βράχο του Σουνίου, δίπλα στον απειρόκαλλο βωμό του Θεού της θάλασσας, του
Ποσειδώνα, διάβασα για την εκλεκτή της καρδιάς του, την κόρη του Φοίνικα και
της Περιμήδης, την αδελφή της Ευρώπης. Την Αστυπάλαια!!! Δεν ξέρω τι έντασης σεισμό
προκάλεσε μέσα μου αυτή η Ρήγισσα της Ανατολής, μα ένιωθα πάντα πως είχα μαζί
της μιαν εκλεκτική συγγένεια! Βρίθει η μυθολογία μας από ωραίες νύμφες και
ερωτικές υπάρξεις, από κακότροπες μάγισσες και φοβερές δεισδαιμόνες. Η
Αστυπάλαια έγινε η ερωμένη και της δικής μου καρδιάς.

Το πιο αγαπητό «τηλέφαν κυανέας χθονός
άστρο» -για να παραφράσω, ελάχιστα, τον στίχο του Πινδάρου. Κι όταν πάτησα στην
ιδιαίτερα ενεργειακή της γη, θυμήθηκα πως ο Αριστοτέλης γράφει κάπου: «Εχθρόν είναι τοις όφεσιν η των Αστυπαλαίων
Γη». Τότε ο μύθος έγινε ιστορία ή, μάλλον, ένα μυθο-ιστόρημα, που κρατεί
μέσα μου ίση ποσόστωση μύθου και
ιστορίας.
Δε χωρεί αμφιβολία ότι όλα τα νησιά
της Ελλάδας και τ’ ακρογιάλια τους είναι μοναδικά στον κόσμο. Για ποιά απ’ αυτά
να μιλήσεις και πόσα δεν θα λησμονήσεις. Όμως η Αστυπάλαια, η Σταμπαλιά μου,
είναι ένα ξεχωριστό μαργαριτάρι. Είναι μπριγιάν… Το προσωπικό μου «σταμπαρισμένο»,
αδιατίμητο μπριγιάν! Το δυτικότερο νησί των Δωδεκανήσων, μα τόσο Κυκλαδίτισσα!
Φθάνοντας με το αεροπλάνο διακρίνει
ο ταξιδιώτης ένα σχήμα πεταλούδας, ακίνητη να επιπλέει ελαφρά στο κρασάτο
Πέλαο. Και ύστερα σιγά-σιγά, καθώς το αυτοκίνητο κατεβαίνει από τη Μαλτεζάνα
προς τον Πέρα Γιαλό και το Λιβάδι, τα μάτια τα θαμπώνει το εκτυφλωτικό λευκό
των σπιτιών που οι αυλές τους στολίζονται από κόκκινα γεράνια και πλαισιώνουν
περιμετρικά το μεσαιωνικό κάστρο των Quirini. Αμετακίνητος πρωτοκάθεδρος του, σε σχήμα πλατιού κώνου,
υψώματος που βυθίζεται στη θάλασσα και που ανοίγεται, από τη μια πλευρά, προς
τον Πέρα Γιαλό και, από την άλλη, προς το Λιβάδι. Σε όποιο σημείο της Αστροπαλιάς βρεθείς τη
νύχτα, αν κατά λάθος τυχαίνει να’σαι ρομαντικός, η θέα του κάστρου, που
φωτίζεται μαεστρικά, καταργεί το χωρόχρονο και αφήνει τη φαντασία να
περιπλανηθεί με τα μάτια της ψυχής στα μεσαιωνικά χρόνια, να δει, νοερά, σιδερόφραχτους ιππότες και ερωτόφωτες
Κόμισσες, που για το χατίρι τους δίδουν και παίρνουν τα δόρατα και τα σπαθιά
των εραστών… Κι αν νύχτα, με πανσέληνο, βρεθείς στη Μαλτεζάνα θα δεις τη σκιά
του κάστρου, γερμένο, να’χει αγκαλιάσει τη θάλασσα και ν’ αρμυρίζεται απ’ τα
φιλιά της ενώ, πάνωθέ σου, κρέμεται ένας ουράνιος θόλος γεμάτος αναρίθμητα
άστρα που οιστροκεντούν στην ψυχή μια νύχτα γεμάτη υποσχέσεις αιωνιότητας!
Καθώς ανατέλλει της αυγής η κροκάτη γάζα,
αν τύχει να’σαι ξυπνητός, νιώθεις, μέσα στην πρωινή δροσιά, το σώμα σου να
εισχωρεί και να γίνεται ένα με το βαθυγάλανο της κυματοπλάνταχτης θάλασσας!
Κι όταν ο Φαέθων ανεβάσει το άρμα
του στα βάθη του άσωτου ουρανού θα βιώσεις, στις ακτές της Αστυπαλιάς, το
μοναδικό ελληνικό καλοκαίρι. Οι ακρογιαλιές της, άλλοτε σε χρώμα ανοιχτό
γαλάζιο, άλλοτε τυρκουάζ κι άλλοτε βαθυγάλανες, ανάλογα ποια απ’ όλες θα
διαλέξεις για να χαρείς την καθαρότητα των νερών της. Στην Ψιλή άμμο, στην
Παχιά άμμο, που θα πας με σκάφος, στα Καμινάκια, στις Πλάκες, στο Τζανάκι, στον
Άγιο Κωνσταντίνο, στην Μαλτεζάνα, στο Σκοινώντα, στο Βαθύ, στις Βάτσες, στη
Μακριά Πούντα ή, κάνοντας μια διαδρομή σε σκληρό χωματόδρομο προς το
βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στην έξοχη Πάνορμο! Στην Αστυπαλιά χορταίνουν τα
μάτια φως και πέλαγο, η ψυχή ηρεμεί και το σώμα πυρώνεται από μία μελένια και φλογόφωτη
κάψα.

Ο θησαυρός της Αστυπάλαιας, όμως,
δεν εξαντλείται στα γεννήματα και τα προϊόντα της γης της. Αμύθητος είναι και ο
ενάλιοις πλούτος της. Απ’ τα πανάρχαια χρόνια η ποικιλία και η ξεχωριστή γεύση
των ψαριών της ήταν διαδεδομένες σ’ όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Κατά τους αρχαίους
χρόνους η Αστροπαλιά ονομάζεται «Ιχθυόεσσα» και φιλοξενεί την Τράπεζα των Θεών!
Η νοστιμιά των αλιευμάτων της είναι μοναδική, ίσως χάρη στη θερμοκρασία των
νερών που επικρατούν στο Καρπάθιο Πέλαγο, ή στην ποιότητα του άλατος που αυτά περιέχουν,
ή και στα δύο. Δεν θα μιλήσω εδώ για το καταφύγιο της άγριας ζωής που βρίσκεται
στη ραχοκοκκαλιά του ορεινού δυτικού τμήματος του νησιού, όπου ενδημεί η
φτερωτή πανίδα με καταπληκτικές πεζοπόρες διαδρομές για φυσιολάτρες.
Όταν κάποιος βρεθεί στην Αστυπάλαια
νιώθει, σε μία στιγμή, να περνά στο αίμα του η ιστορία της Ελλάδας. Νιώθει τη μνήμη
των Προελλήνων, των Ελλήνων της Ανατολικής Μέσης Θάλασσας. Κι ύστερα τη μνήμη
των κλασικών χρόνων… Οι Βυζαντινοί, οι Βενετσιάνοι. Και μετά ξυπνά ο λυρικός
ενθουσιασμός, ο καθάριος νούς που δημιουργεί τα πηγαία νησιώτικα τραγούδια: «Το κάστρο της Αστροπαλιάς έχει κλειδί
κλειδώνει, έχει κοπέλες όμορφες μα δεν τις φανερώνει / Αστροπαλίτικο νερό, ας
είχα στο φλυτζάνι / να πίνει η καρδούλα μου, όπου πονεί να γιάνει…». Ο
επισκέπτης αισθάνεται όλη αυτή τη θαυμαστή ανθοφορία που φέρνει τη σφραγίδα των
ανώνυμων στα χείλη των εγκωμίων.


Γι’ αυτό:
«ΕΤΣΙ
ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ
ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ
ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ
ΜΕΓΑΛΟ
ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ…
ΑΛΛΑ
ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ.»
Οδυσσέας Ελύτης[2]
[1] Τα ελεγεία της
Οξώπετρας.
[2] Ήλιος ο
Πρώτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.